- ευδιαζομαι
- εὐδιάζομαιнаслаждаться покоем
βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Plat. — жизнь, полная безмятежного покоя
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Plat. — жизнь, полная безмятежного покоя
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδιάζω — και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) [ευδία] (για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύω («μόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε») μσν. νεοελλ. απρόσ. ευδιάζει γίνεται γαλήνη αρχ. 1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο 2. μέσ. εὐδιάζομαι είμαι γαλήνιος, ηρεμώ … Dictionary of Greek